Το λοιπόν!






Έχω μια φαεινή ιδέα κι εδώ που φθάσαμε, πρέπει αμέσως να την μοιραστώ μαζί σας!
Το λοιπόν, την πρώτη Κυριακή που δεν θα ισχύουν τα μέτρα "μένουμε σπίτι",
να ξεχυθούμε όλοι στους δρόμους, κι όποιον βρίσκουμε μπροστά μας, να τον αγκαλιάζουμε
και να τον φιλάμε!
[κι αν είναι πολύ συμπαθητικός, να τον ξαναφιλάμε!]
Να μην υπάρχει κυκλοφορία αυτοκινήτων για 3- 4 ώρες, κι όποιος παίζει μουσική να φέρει
και το όργανό του. Χωρίς μεγάφωνα, παρέες, παρέες να τραγουδάμε ή και να χορεύουμε.
ΤΕΛΕΙΟ;;
Βάλε το φιλί της Ανάστασης που δεν θα το δώσουμε, βάλε τόσες συναντήσεις που δεν κάναμε...
Ε, άφεριμ!
Να αποδείξουμε κιόλας ότι ΔΕΝ προσβληθήκαμε από τον ιό της καχυποψίας, του φόβου
για τον άλλο, της ψυχρότητας κ.λπ. που ΔΕΝ μας ταιριάζουν καθόλου!
ΥΠΕΡΟΧΑ επιχειρήματα;;

Υπογραφές και Υποβολή στους Υπουργούς Εσωτερικών, Πολιτισμού, Μεταναστευτικής Πολιτικής, Παιδείας, Ανάπτυξης... τον Πρωθυπουργό
και βέβαια την ολόφρεσκια Πρόεδρο της Δημοκρατίας μας!
 

Σκέπτομαι από το σκοπεύω [κοιτώ από μακριά]



Αγαπώ τόσο πολύ τη φυλακή μου.
Κάθε μέρα μικραίνει, μικραίνει, έχει φτάσει περίπου τα όρια του κορμιού μου.
Μια τέλεια σαρκοφάγος.
Θα ‘θελα αυτό που φαίνεται απ’ έξω ή θυμούνται από μένα
να είναι όπως ένα Φαγιούμ, η απεικόνιση του νεαρού προσώπου μου, μέσα από τα μάτια ενός ερωτευμένου καλλιτέχνη, που διεισδύει  πίσω από τα χαρακτηριστικά, βρίσκει τον χαρακτήρα
και τον αποτυπώνει• μ’ ένα μικρό φως στην κόρη των ματιών, ή στα χείλη, ή …
Εγώ από μέσα, όμως, δεν είμαι νεκρή.
Είμαι, μονάχα, αθέατη.
Αθέατη, ενδοσκοπώ με την ησυχία μου.
Σημειώσεις 50, 35, 25 χρόνια πίσω – που πάντα διστάζω να κάψω, αλλά και να διαβάσω – φέρνουν  στο τώρα ακέραιες τις αισθήσεις, τα ερωτηματικά, την αγωνία να καταλάβω ποια είμαι.
Λες κι είμαι βράχος πηγμένος σ’ ένα τοπίο, που μπορεί κανείς να τον περιγράψει…
Μα, που κι αυτός αλλοιώνεται.
Η βροχή, ο άνεμος, ο ήλιος, οι πατημασιές, αργά αργά τον λαξεύουν.

Η ένταση των ερωτηματικών λίγο έχει κοπάσει, όμως όλο και μεταμορφώνομαι σε βράχο.
Κάτι στέρεο με κρατάει σε κείνη την πρωτινή θέση της δικής μου γης – αυτής που μου ανήκει και της ανήκω• δεν μπορείς να κόψεις τις ρίζες – όμως ό τι γνώρισα, απ’ τους ανθρώπους που βαθειά αγάπησα και πόνεσα και ταλαιπωρήθηκα, απ’ τα χιλιόμετρα που περπάτησα πάντα αναζητώντας – κάτι συνέβη. Κάτι έπηξε ως έρμα, ως κατάφαση κι εμπιστοσύνη στη Ζωή.
Όσο πιο εσωτερικά ζητάς, φτάνει να σε συνδέει με όλα τα εκεί έξω.
Όση απόσταση κι αν μοιάζει να κρατάς, σε φέρνει πιο κοντά. Και σκοπεύεις εκ του μακρόθεν· σκέφτεσαι ή σκεύεσαι [όπως ακούς σε κάποια ντοπιολιαλιά], γίνεσαι, δηλαδή, σκεύος• καθόλου νεκρό και άψυχο.
                                      
Αγαπώ τη μικρή σαρκοφάγο μου, τη μεγάλη φυλακή μου [δεν είναι στενός ο χώρος, η απαγόρευση τον κάνει φυλακή]. Γιατί όσο πιο πολύ συστέλλομαι, διαστέλλονται οι χρόνοι, οι παρουσίες…
Διαρρηγνύονται οι διαχωρισμοί των χρόνων σε παρελθόν και μέλλον. Ενώνονται και συγχωρούνται.