Έφυγαν, λέει, νύχτα από το χωριό, όλο το χωριό. Τους κυνηγούσαν.
Εκείνη είχε ένα λεχούδι στην αγκαλιά της• νύχτωνε, χάθηκε από τους άλλους.
Χώθηκε στην κουφάλα ενός δέντρου, κι έμεινε εκεί κρυμμένη τρεις μέρες, θηλάζοντας το μωρό,
μην κλάψει και την προδώσει…
Άραγε ξαναπέρασε, αργότερα από ‘κείνο το δέντρο; Διηγήθηκε ποτέ στο παιδί πως αυτή η ελιά τους έσωσε;
Κοριτσάκι 10 – 11 χρόνων, το σκάει από την οικογενειακή γιορτή, βράδυ, κατεβαίνει τη σιδερένια σκάλα της αυλής
και πάει στην αμυγδαλιά. Αγκαλιάζει τον κορμό, κολλάει το πρόσωπο στην ανώμαλη επιφάνεια και ψιθυρίζει λόγια παρηγορητικά• γιατί στο μεγάλο κρυστάλλινο βάζο, είχανε κόψει κλαριά ανθισμένα, μέσα Δεκέμβρη,
να λαμπρύνουν τη γιορτή.
Αργότερα στο λύκειο, το διάλλειμα η παρέα μαζεύεται γύρω απ’ το μεγάλο δέντρο της αυλής.
Ένα κορίτσι βγάζει το σουγιαδάκι και ενώ μιλάνε, γελάνε , κοροϊδεύουν, χαράζει γράμματα στο κορμό του.
Κι εκείνη φωνάζει: «Σταμάτα! Πονάει! Σταμάτα!»
Ψυχικά επιβιώματα μιας αρχέγονης συνείδησης, της εποχής που όπως λένε τα παραμύθια: τα ζώα μιλούσανε
μ’ ανθρώπινη λαλιά. Και ο άνθρωπος, παρ’ όλο το δέος απέναντι στη ζωή που τον περιβάλλει, συγγενεύει και διαλέγεται με όλον τον περίγυρό του, μέσα από τελετουργίες που αποδίδουν και κοινωνούν την ιερότητα κάθε ύπαρξης,
και την λειτουργία της μέσα στο μέγιστο γεγονός Ζωή.
Στον ποιητικό και μεταφορικό τρόπο των παραμυθιών, σ’ αυτήν την κουρελού από κουρέλια-μνήμες παλαιότατων εποχών, έρχονται πολύ συχνά τα λουλούδια, τα φυτά, τα δέντρα να εικονίσουν, αλλά και να συμβολίσουν αισθήματα, καταστάσεις, σχέσεις, άρρητα με τον καθημερινό λόγο.
«Σαν ήπιε ο βασιλιάς το αίμα του σκυλιού, κι επειδή αγαπούσε πολύ την αδελφή του,
έπεσε άρρωστος βαριά κι εφύτρωσε από την καρδιά του ένας δέντρος…»
Δέντρος είναι η δρυς. Εικόνα φριχτή, συγκλονιστική, που άμα τη δεις, αυτόματα αναπηδούν αισθήματα,
εμπειρίες που κατασταλάζουν σε επίγνωση.
Η γλώσσα μας ριζώνει στη σχέση. Όλα έχουν όνομα, δηλαδή πρόσωπο, για να συνομιλήσουμε μαζί τους,
ν’ αποκτήσουμε μέσα από τη σχέση ταυτότητα και να εξημερώσουμε την άγνοια – φόβο.
Αυτό αναδεικνύεται στα παραμύθια και σ’ όλα τα είδη του προφορικού λόγου.
Εκεί που παίρνει το πάνω χέρι ο ρυθμός, η μουσική, η εικόνα, η λιτότητα.
Από ένα σημείο και μετά, βίαια, συντονιστήκαμε με άλλους ρυθμούς.
Η συνείδηση του «παιδιού» μέσα στη Δημιουργία ενός Πατέρα, που δι’ αυτής του μιλά και το καθοδηγεί,
μεταβλήθηκε στο μοναχικό άναρχο πλάσμα, που απώλεσε την οργανική σχέση με το περιβάλλον του, απώλεσε
την ιερότητα του μυστηρίου της άγνοιάς του.
Λατρεύω τα παραμύθια• είναι το περιβόλι όπου βρίσκουν τρόπο να εικονιστούν αρχέγονες μνήμες,
που αισθάνομαι καθαρά ότι κληροδοτούνται και δεν σβήνονται, όσο κι αν ζούμε σε ουρανοξύστες…
Ο τρόπος που τα προσεγγίζω είναι η γοητεία που ασκούν μέσα μου, κι ας μην καταλαβαίνω γρι• έχουμε πολλούς τρόπους να αντιλαμβανόμαστε και να κατανοούμε. Κι έπειτα, στη μακρόχρονη σχέση μαζί τους, ήπια και αγαπητικά φανερώνουν τα μυστικά τους, δηλαδή γίνονται οι συνδέσεις με την σημερινή ζωή• και δεν έχουν τελειωμό…
Για σκεφτείτε πόσα χρόνια κοσκινίζονται από στόμα σε στόμα, κι από εμπειρία σε εμπειρία για να μπορούν να συγκινούν… Είναι ένα πυκνό σώμα μνήμης, που συμπεριλαμβάνει το γεγονός Ζωή, σ’ όλες τις μύχιες εκφάνσεις του.
Ο υπότιτλος και κριτήριο επιλογής των παραμυθιών αυτής της συλλογής, είναι όπως καταλαβαίνετε συμβατικός.
Ένα παιχνίδι – κίνητρο της έκδοσης.
Ο λόγος των παραμυθιών δεν είναι κυριολεκτικός, δεν μιλούν για τα φυτά και τα δέντρα… σ’ αυτήν την περίπτωση
είναι πολύ πιο χρήσιμο ένα βιβλίο Φυτολογίας.
Σας προσκαλούμε μ’ αυτήν την αφορμή, να βρείτε παραμύθια που αγαπώ
κι εύχομαι ν’ αγαπήσετε κι εσείς.
Α. Σ.
Μάρτης του ‘16