Συνέντευξη στην Αρχοντούλα Βαρβάκη για το ηλεκτρονικό περιοδικό monopoli.gr, 20/3/2015

Η Βατραχομυομαχία είναι ένας πόλεμος ανάμεσα σε βάτραχους και ποντικούς, μια παρωδία της Ιλιάδας, που φτάνει σε μας από τον 4ο αι π.Χ., γραμμένη από τον Πίγρητα• κάποιοι φιλόλογοι την αποδίδουν στον Όμηρο. Τις Κυριακές η Αγνή Στρουμπούλη ζωντανεύει τη Βατραχομυομαχία στο θέατρο Μεταξουργείο για εφήβους και ενήλικες.
Παρακολουθήσαμε την παράσταση και συζητήσαμε μαζί της.

Γιατί γράφετε στο πρόγραμμα της παράστασης ότι θέλετε η Βατραχομυομαχία να μας μεταφέρει σε μια εκτός τόπου και χρόνου περιοχή;
Αυτή νομίζω ότι πρέπει να είναι η λειτουργία της τέχνης. Οφείλει να σε αποσπάσει από την επικαιρότητα, ώστε να βυθιστείς σ’ έναν άχρονο χώρο, που είναι μέσα σου βέβαια, και από αυτήν την περιήγηση να επιστρέψεις φωτίζοντας την καθημερινότητά σου. Πόσο μάλλον με τη Βατραχομυομαχία, που επειδή πρόκειται για συμπλοκή, δηλαδή αφ’ ενός συνεργασία, αφ’ ετέρου διαμάχη, αγγίζει ένα πυρήνα ζωής. Αν το καλοσκεφτείς, όλη η ζωή προχωράει με «συμπλοκές».

Γράφετε επίσης ότι σε αυτή την εκτός τόπου και χρόνου περιοχή οι συνειρμοί θα πάρουν φόρα. Θέλετε να φτάσουμε σε κάποιο συγκεκριμένο συμπέρασμα μέσα από αυτή την παράσταση;
Όχι• πιστεύω πάντα ότι ο κάθε αποδέκτης κάνει τη δική του διαδρομή, που εξαρτάται από το ποιος είναι, τι τον απασχολεί, τι τον ενδιαφέρει, τι αντέχει…. Οπότε νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον και πρέπει η τέχνη να οδηγεί σε αυτή την εσωτερική διαδρομή κι από κει και πέρα ο καθένας ας φτάσει όπου θέλει. Πρέπει επίσης να είναι τόσο γοητευτικό το κείμενο, ο λόγος και η παρουσία που να ανοίγει τις αισθήσεις του κοινού, ώστε να πάρει όσα περισσότερα μπορεί, κι ύστερα η παράσταση θα λειτουργήσει μέσα του, σε ανύποπτες στιγμές. Πόσο μάλλον όταν ο λόγος είναι ποιητικός, μεταφορικός άρα  λειτουργεί σε περισσότερα επίπεδα.

Εσείς γιατί το διαλέξατε αυτό το κείμενο;
Δούλευα στην ΕΡΤ  κι όταν την κλείσανε [11/6/2013], ένοιωσα ότι έγινε μια πάρα πολύ βίαιη πράξη που με θύμωσε. Γύρισα σπίτι μου, έβγαλα τη «Βατραχομυομαχία» από τη βιβλιοθήκη και είπα αυτό θα κάνω, Πόλεμο! Άρχισα, λοιπόν, να δουλεύω για να την μεταγράψω. Η σπιρτάδα του κειμένου με είλκυσε πάρα πολύ. Αργότερα αποφάσισα να το «απαγγείλω».

Το κείμενο το πρωτότυπο φαίνεται να σας άρεσε, γιατί κρατήσατε κάποιες φράσεις.
Ήταν μια μεγάλη έκπληξη ότι στο αρχαίο κείμενο υπήρχαν πολλές λέξεις που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας κουβέντα. Στη σύνταξη υπάρχει μεγάλη διαφορά, αλλά ως προς τις λέξεις πολλές είναι όμοιες. Είναι πολύ σημαντικό  το να έχεις στο στόμα σου τους ίδιους ήχους, τον ίδιο ρυθμό αρθρώνοντας μια γλώσσα πολλών αιώνων. Αυτό ανακινεί νήματα συλλογικής μνήμης που όλοι την φέρουμε, αλλά δεν την συνειδητοποιούμε πάντα. Αφορμή μου έδωσε ο στίχος που έλεγε: «δεινόν δ’ εξολόλυξε» δηλαδή έσκουξε γοερά. Αλλά πόσο μέσα σ’ αυτά τα δύο «ξ» που συγκρατούν  τα «ολό» και «ολύ» ένοιωθα το σπαραγμό… σα να έκλαιγε, κι ακουγότανε συνέχεια ολό ολύ, ολό ολύ, και με το ξ τα ξερνούσε έξω από το στόμα του. Έτσι μου ήρθε η ιδέα να παρεμβάλλω στίχους απ’ το πρωτότυπο, για να παίρνουμε τη γεύση, την αίσθηση αυτών των ήχων που ποτέ δε σβήστηκαν και διαρκούν και στη νεοελληνική μας γλώσσα.

Η ραπ πως συνδέθηκε με αυτό το κείμενο;
Ξεκινούσα από έναν θυμό που μου δημιουργούσε μετά το αίσθημα της ηδονής πάνω στον πόλεμο, στη διαμάχη. Αυτό όμως με προβλημάτιζε. Αφού είναι πόλεμος και τον πόλεμο τον έχουμε για κακό, γιατί νοιώθω τέτοια διέγερση; Ήταν, λοιπόν, το πρώτο που είχα αποφασίσει ότι σ’ αυτή τη δουλειά η σκηνή του πολέμου θα έπρεπε να βγει με ραπ, για να υπάρχει ένα έντονο ρυθμικό στοιχείο (πέρα από αυτό τη γλώσσας) το οποίο θα παίζει αυτή τη σκηνή σε δυο επίπεδα. Έχουμε τη χαρά του ρυθμού και της κίνησης, και τον όλεθρο του αφανισμού. Ναι μεν έχει πόνο ο πόλεμος, αλλά συγχρόνως είναι μια πολύ βαθιά πρόκληση αισθημάτων, πράξεων, εμπειριών, γεγονότων που αποκαλύπτουν τον άνθρωπο. Ένας στρατιώτης στο μέτωπο μπορεί να εκδηλώσει πολλά και αντιφατικά στοιχεία που φέρει: δειλία, σκληρότητα, ηρωισμό, συναδελφικότητα, ευαισθησία, φόβο και πολλά άλλα ... Πρέπει να φτάσεις σε ακραίες καταστάσεις για να αποκαλυφθούν αυτές οι πλευρές του εαυτού σου. Οπότε, εφόσον εδώ πρόκειται για παρωδία, αυτό το ευαίσθητο πεδίο μπορούσα να το δώσω με έναν τρόπο που να είναι ευπρόσδεκτος, αλλά να υπαινίσσεται συνεχώς κάτι άλλο.
 Όλα αυτά τα χρόνια, με την τριβή μου με τα λαϊκά παραμύθια καταλαβαίνω ότι το ελληνικό πνεύμα αντιλαμβάνεται πολύ καλά  την αντίφαση που ενυπάρχει σε κάθε τι ζωντανό και βρίσκω πολύ καίρια για τη ζωή αυτήν την αποδοχή.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση επιλέξατε να απευθυνθείτε σε εφήβους;
Μ’ ενδιαφέρει πολύ αυτό το κοινό, αυτή η ηλικία. Η σύγκρουση έχει πάρα πολύ μεγάλη σχέση με την προεφηβεία- εφηβεία. Αυτή η ηλικιακή περίοδος βρίσκεται μέσα στον κυκλώνα πολλαπλών συγκρούσεων. Όταν έρχονται έφηβοι στην παράσταση θέλω να κουβεντιάσω μαζί τους για να δω με ποιο τρόπο επικοινωνούν, εισπράττουν αυτό που κάνω και αντίστοιχα να με επηρεάσουν. Και το θέμα της γλώσσας με ενδιαφέρει γι’ αυτή την ηλικία. Επειδή είναι μια ηλικία που όπως είναι φυσικό επικοινωνεί με τρόπους που συντομεύουν συνεχώς το λόγο,  με μια γλώσσα συνθηματική κατά κάποιο τρόπο, μ’ ενδιαφέρει κι αυτό το βάπτισμα σε μια γλώσσα που είναι… σπαρταριστή. Και υπάρχουν τα αποσπάσματα του αρχαίου κειμένου, γι’ αυτή την επίγνωση ότι η γλώσσα συνεχίζεται.

Θα μας πείτε κάτι περισσότερο για τη λειτουργία των παραμυθιών;
Παραμυθία θα πει παρηγορία και το παραμύθι πάντα είχε αυτό το ρόλο με την ευρύτερη έννοια. Μπορεί να αποσπάσει τον αποδέκτη του από την επικαιρική ταυτότητά του και να τον βάλει στις διαστάσεις του, δηλαδή να συμπεριλάβει τον μυθικό εαυτό του. Μιλάμε, βέβαια, για το παραμύθι της προφορικής παράδοσης και ιδιαίτερα για το μαγικό παραμύθι, που δίνει χώρο στο θαύμα, στο θαυμάσιο, στο θαυμαστό. Αυτό που αν το ακούσεις  με στενή λογική θα πει «τι λες μωρέ;». Αλλά αν σε συνεπάρει και μπεις μέσα του νοιώθεις ότι δεν σε εξαπατά. Το καταλαβαίνεις.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, έχει ανάγκη να ξαναδεί από μια απόσταση τη ζωή του, που τον υπερβαίνει, για να μπορέσει να τη χωνέψει. Γι’ αυτό μιλάμε άλλωστε. Δεν επικοινωνούμε μόνο για να κοινοποιήσουμε κάτι. Θέλουμε να σχηματίσουμε με το λόγο την εμπειρία μας, να της δώσουμε σχήμα, για να πάψει να είναι α-σχημη και να μας παιδεύει. Πόσο μάλλον όταν αυτό που λες εμβαπτίζεται και μέσα στην συναντίληψη του ακροατή σου. Είναι, ουσιαστικά, μια λειτουργία μετουσίωσης.
Τώρα όμως που το κοινό δεν είναι ομοιογενές, όπως στις κοινωνίες από τις οποίες έρχονται αυτά τα παραμύθια, πρέπει ο αφηγητής να είναι πολύ συνειδητός  ως προς το υλικό που φέρει και τι σημαίνει τουλάχιστον γι’ αυτόν. Η κοινότητα που πριν τον υποστήριζε τώρα δεν υπάρχει. Πρέπει να την φέρει μέσα του και να πάει να την «επιβάλλει». Μιλώ για μια γοητευτική επιβολή, που λειτουργεί παρηγορητικά.

Εσείς με το κοινό σας τι σχέση έχετε;
Εγώ είμαι, ακόμα, ερωτευμένη με τα παραμύθια, και δι’ αυτού του έρωτος επικοινωνώ. Θέλω δηλαδή να τον «κολλήσω» και στους άλλους. Κάνω κάτι στο οποίο συμμετέχω με το μυαλό μου, με τα αισθήματά μου, με το σώμα μου, με όλες μου τις λειτουργίες. Όταν κάτι υποστασιοποιείται, δεν είναι δυνατόν να μην γίνει αντιληπτό.

Η προφορικότητα έχει σημαντικό ρόλο σε όλο αυτό;

Προφορικότητα  σημαίνει τραγούδι, μουσική. Ο λόγος είναι μουσική. Η πρόκληση των αισθημάτων γίνεται δια του κραδασμού που προκαλεί το κύμα του ήχου. Δευτερευόντως συνειδητοποιούμε το νόημα. Και η φωνή είναι η ίδια η ανάσα μας, όπως περνάει μέσα από το σώμα μας και αρθρώνεται στο στόμα μας. Άρα ο λόγος δεν είναι κάτι ουδέτερο, φέρει διαρκώς τον κραδασμό του αισθήματος. Συμμετέχει βέβαια και η έκφραση του προσώπου και η κίνηση του σώματος.
Κι αυτό, στη ζωντανή επαφή αλληλοτροφοδοτείται. Δηλαδή κι ο αφηγητής  τροφοδοτείται από το βλέμμα ακόμα και τη μύχια σκέψη που εικονίζεται στο σώμα του άλλου. Δεν μπορεί να νομίζεις ότι έχεις πει παραμύθι, αν δεν έχει μπει κι ο άλλος μέσα σ’ αυτό. Και η μεγαλύτερη συμμετοχή επιτυγχάνεται όταν συμπορεύεσαι με τα αισθήματα του άλλου, που οπωσδήποτε έχουν σκέψεις ή κατασταλάζουν σε σκέψεις. Νομίζω ότι το να ρωτάς ένα παιδάκι που πήγε ο λύκος δεξιά η αριστερά και να απαντάει ναι ή όχι, δεν είναι τίποτα μπροστά στο να συμμετέχει πλάθοντας μόνο του τις εικόνες του προφορικού λόγου και βιώνοντας συγχρόνως τα αισθήματα που του δημιουργούν.
Από μια άποψη αυτά που λέω είναι «σαχλαμάρες» γιατί σήμερα θεωρούμε τη ζωή, δεν τη ζούμε. Μιλάμε με έναν θεωρητικό λόγο ο οποίος είναι εξουσιαστικός και καθηλωτικός και δε σου ζητάει να συμμετάσχεις, παρά να αποδεχτείς. Αλλά νομίζω ότι δεν μπορούμε να δικαιωθούμε και να υπάρξουμε σαν άνθρωποι μόνο με έννοιες. Ωριμάζουμε με τα αισθήματά μας. Βιώνουμε με τα αισθήματά μας και αυτό μας κάνει ανθρώπους. Γι’ αυτό από μια πλευρά είναι δύσκολο να βρίσκουμε σήμερα τη λειτουργία του παραμυθιού. Είναι μια άλλη γλώσσα.

Μετά την παράσταση μένετε στη σκηνή για να μιλήσετε με το κοινό σας. Γιατί το κάνετε αυτό;
Λέω: «είμαι εδώ για να σας χαιρετήσω και να σας δώσω ένα φιλί». Είναι σαν να βρισκόμαστε σ’ ένα δωμάτιο όπου έχω προσκαλέσει τους θεατές για ένα παιχνίδι κι εγώ είμαι η οικοδέσποινα.